- θρασύτατος
- θρασύςboldmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλεπτίστατος — κλεπτίστατος, άτη, ον (Α) (υπερθ. τού κλέπτης) θρασύτατος και πολύ επιτήδειος κλέφτης, κλέφταρος, κλεφταράς («τῶν ἐμῶν γὰρ οἰκετῶν πιστότατον ἡγοῦμαί σε καὶ κλεπτίστατον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός υπερθετικός βαθμός τού ουσιαστικού κλέπτης,… … Dictionary of Greek